- πάθω
- πάσχωhaveaor subj act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ισχυροπαθώ — ἰσχυροπαθῶ, έω (Α) δεινοπαθώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχυρός + παθῶ (< παθής < πάθος), πρβλ. δεινο παθώ, κακο παθώ] … Dictionary of Greek
κενοπαθώ — κενοπαθῶ έω (Α) έχω ψευδή και απατηλά αισθήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ο) * + παθώ (< παθής < πάσχω), πρβλ. ισχυρο παθώ, πρωτο παθώ] … Dictionary of Greek
АРЕТЕЙ — • Aretaeus, Άρεται̃ος, по прозванию Cappadox, греческий врач, живший в Риме в конце 2 в. от Р. X., замечательный по своей наблюдательности и глубине мыслей; от него дошли до нас не совсем в полном виде: 1. 4 книги περι… … Реальный словарь классических древностей
Аретей из Каппадокии — др. греч. Ἀρεταῖος ὁ Καππαδόκης … Википедия
καλοπαθώ — καλοπαθῶ (Μ) 1. ενεργ. αναπαύομαι, ξεκουράζομαι («νὰ ἀπέρχονται εἰς τὰ ὀσπίτια τους, διὰ νὰ καλοπαθήσουν», Χρον. Moρ.) 2. μέσ. καλοπερνώ, περνώ με άνεση («προφούρνια νὰ χόρταινα καὶ νὰ καλοπαθούμην», Προδρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * (< επίρρ.… … Dictionary of Greek
ξενοπαθώ — ξενοπαθῶ, έω (Α) ενοχλούμαι από κάτι παράξενο και ασυνήθιστο («ὥσπερ οἱ πῶλοι τοὺς συνήθεις ἐπιβάτας ποθοῡντες, ἐὰν ἄλλον φέρωσι, πτύρονται και ξενοπαθοῡσι», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + παθῶ (< παθής < πάθος), πρβλ. δεινο παθώ] … Dictionary of Greek
οικειοπαθώ — οἰκειοπαθῶ, έω (Μ) πάσχω εξαιτίας τών οικείων, τών συγγενών μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἰκεῖος + παθῶ (< παθής < πάσχω), πρβλ. δεινο παθώ, κακοπαθώ) … Dictionary of Greek
περισσοπαθώ — έω, Α πάσχω πολύ, υποφέρω πάρα πολύ. [ΕΤΥΜΟΛ. < περισσός + παθῶ (< παθής < πάθος), πρβλ. ευ παθώ] … Dictionary of Greek
στεγνοπαθώ — έω, Α πάσχω από δυσκοιλιότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < στεγνός + παθῶ (< παθής < πάθος), πρβλ. δεινο παθῶ] … Dictionary of Greek
στενοπαθώ — έω, Α υποφέρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < στενός + παθῶ (< παθής < πάθος), πρβλ. δεινο παθῶ] … Dictionary of Greek